Ο Νικολό ντι Μπερνάντο ντι Μακιαβέλι, Ιταλός διπλωμάτης, πολιτικός και συγγραφέας, θεωρείται από πολλούς ως ο πατέρας της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης, καθώς με το  έργο του «Ο Ηγεμόνας» άσκησε βαθιά επίδραση στις πολιτικές εξελίξεις όλων των εποχών. Ο Ηγεμόνας απέκτησε πολλούς θερμούς θαυμαστές, μεταξύ των οποίων πολλές ιστορικές προσωπικότητες, όπως ο Ερρίκος ο Η΄ και ο Ζαν Ζακ Ρουσό, αλλά και  ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι. Για τις απόψεις του όμως,  τον κατηγόρησαν ταυτίζοντας το όνομά του με την διαφθορά και τον αυταρχισμό, με αποτέλεσμα ο όρος «Μακιαβελικός» να συμπυκνώνει όλα τα αρνητικά γνωρίσματα που μπορεί να χαρακτηρίζουν έναν πολιτικό, ο οποίος έχει την δύναμη να χειραγωγεί τους νόμους που διέπουν την πολιτική συμπεριφορά και να διαμορφώνει την πορεία των γεγονότων, σύμφωνα με τα σχέδιά του.

΄Έναν ηγέτη πρέπει να τον φοβούνται και να τον αγαπούν. Άν δεν γίνονται και τα δύο, τότε καλύτερα να τον φοβούνται¨

ή

¨Αυτός που θέλει να τον υπακούν πρέπει να ξέρει να διατάζει¨

Γεννήθηκε στην Φλωρεντία στις 3 Μαίου του 1469 από πολύ φτωχούς γονείς και από πολύ μικρός ένιωσε έντονα την έλξη για την πολιτική, παρακολουθόντας την ζωή και το έργο του δικτάτορα της Φλωρεντίας Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα. Ο Μακιαβέλι το 1498 έγινε δεύτερος καγκελάριος της φλωρεντινής δημοκρατίας, ασχολήθηκε με την διοίκηση των περιοχών υπό τον έλεγχο της Φλωρεντίας και λάμβανε μέρος σε διπλωματικές αποστολές, οι οποίες τον έφεραν σε επαφή με μερικές από τις πιό ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΒ΄, ο Πάπας Ιούλιος Β΄, ο Αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Μαξιμιλιανός Α΄ και ο Καίσαρας Βοργίας, ένας πανούργος και σκληρός άνθρωπος, ο οποίος του προξένησε ιδιαίτερα μεγάλη εντύπωση, επειδή πίστευε ότι με έναν κυβερνήτη σαν αυτόν, οι Φλωρεντινοί θα μπορούσαν να ενώσουν την Ιταλία, κάτι που αποτελούσε όνειρο και στόχο του σε όλη του τη ζωή.

Όταν οι Μέδικοι κατέλυσαν την δημοκρατία, απέπεμψαν τον Μακιαβέλι απο τα αξιώματά του και αφού τον φυλάκισαν για ένα μικρό διάστημα, τον ανάγκασαν να αποσυρθεί με την γυναίκα του και τα πέντε παιδιά του στο μικρό πατρικό του  κτήμα. Εκεί, όλα αυτά τα πρόσωπα που συνάντησε ως διπλωματικός απεσταλμένος στα ταξίδια του και οι κρίσεις του για αυτά, αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για τα πορτραίτα τους που σκιαγράφησε στο μεγαλειώδες έργο του «Ο Ηγεμών» (Il Principe), που έγραψε το 1513 σε μία  αποτυχημένη προσπάθεια να αποκτήσει την εύνοια των Μεδίκων. Εκείνο όμως που κατάφερε τελικά ήταν, λόγω των σφοδρών επικρίσεων για κυνισμό, καιροσκοπισμό, και πανουργία, να περιληφθεί το βιβλίο του στον Κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Τα επόμενα χρόνια συμμετείχε σε μία  ομάδα ουμανιστών και έγραψε τις «Διατριβές» για τα πρώτα δέκα βιβλία της ιστορίας του Τίτου Λίβιου. Συνέγραψε επίσης μία κωμωδία «Ο Μανδραγόρας» το 1518 και το περίφημο βιβλίο «η Τέχνη του Πολέμου» το 1521. Αν και η επιρροή του ως στρατιωτικού θεωρητικού συνήθως θεωρείται μικρότερη από εκείνη του πολιτικού φιλοσόφου, ο ίδιος θεωρούσε αυτό το βιβλίο, ως το πιό σημαντικό του έργο, αφού αφορούσε αποκλειστικά στον πόλεμο, ο οποίος ήταν γι αυτόν η σημαντικότερη πλευρά την διπλωματίας. Ο Βολταίρος έιχε πεί «ο Μακιαβέλι δίδαξε στην Ευρώπη την τέχνη του πολέμου. Μέχρι τότε τον διεξήγαγαν χωρίς να τον γνωρίζουν».

Ο Μακιαβέλι πέθανε στην Φλωρεντία στις 21 Ιουνίου του 1527, πικραμένος και απογοητευμένος από την προσωπική του πορεία, στιγματισμένος σαν μία  σατανική φιγούρα που δικαιώνει την βία και το ψέμα ως απόλυτες αξίες της πολιτικής ζωής. Όμως  πρόσφατα οι ιστορικοί προσπάθησαν να αποκαταστήσουν το όνομά του, αποδεχόμενοι ότι ο Μακιαβέλι υπήρξε το πρότυπο του αναγεννησιακού ανθρώπου,  που επιχείρησε με επιτυχία να υπηρετήσει τις ιδιότητες του πολιτικού, του φιλόσοφου, του διπλωμάτη, του ποιητή, του ιστορικού και κυρίως του πατριώτη και ότι ο «Ηγεμόνας» του ήταν ένα βιβλίο γραμμένο την εποχή των αναταραχών στην Ιταλία, με τις αστικές ελευθερίες και την πολιτιστική της ταυτότητα να κινδυνεύει, το οποίο όπως παραδέχονται όλοι πλέον, είναι ένα από τα βιβλία που ξεκινούν μία βιβλιοθήκη.