Ο Αντόνιο Λούτσιο Βιβάλντι (Antonio Lucio Vivaldi),  ήταν Βενετσιάνος συνθέτης, ένας από τους στυλοβάτες της Δυτικής Μουσικής, δεξιοτέχνης βιολιστής  της εποχής του Μπαρόκ. Με το προσωπικό του ύφος γραφής έθεσε τα θεμέλια του ώριμου κονσέρτου μπαρόκ και επηρέασε συνθέτες όπως ο Μπάχ και ο Τέλεμαν, όσο και τους μετέπειτα. Η μουσική του ήταν νεωτεριστική για την εποχή του, έκανε πιο ζωηρή την επίσημη και ρυθμική μορφή του κονσέρτου, στο οποίο εστίασε σε αρμονικές αντιθέσεις, καινοτόμες μελωδίες και μουσικά θέματα, ενώ αρκετές από τις συνθέσεις του είναι φανταχτερές σχεδόν παιχνιδιάρικες και διαχυτικές.

Ο Βιβάλντι γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1678 στην Βενετία και διδάχτηκε βιολί από τον πατέρα του Τζοβάννι Μπατίστα, ο οποίος ασχολείτο επαγγελματικά με το βιολί, δίνοντας μουσικές παραστάσεις. Το 1703 χειροτονήθηκε ιερέας και σύντομα του απέδωσαν το υποκοριστικό «Il Prete Rosso» (ο Κόκκινος Παπάς), εξαιτίας του χρώματος των μαλλιών του, αν και τον επόμενο χρόνο απαλλάχθηκε απο τα καθήκοντα του λόγω ενός προβλήματος υγείας που είχε από παιδί. Σε ηλικία 25 ετών λόγω της ιδιότητας του, ως ιερέα προσελήφθη ως δάσκαλος μουσικής στο ορφανοτροφείο θηλέων του OSPEDALLE DELLA PIETA, όπου δίδαξε βιολί για σχεδόν τριάντα χρόνια, συνθέτοντας θρησκευτική μουσική και παρουσιάζοντας παράλληλα τα κυριότερα έργα του, από σόλο κομμάτια μέχρι  μεγάλης κλίμακας χορωδιακά έργα για σολίστ, διπλή χορωδία και ορχήστρα.

Ο Βιβάλντι έγραψε πάνω από 500 κονσέρτα, 350 από τα οποία αφορούσαν ορχήστρα εγχόρδων και σόλο όργανα όπως κονσέρτα για φαγκότο, τσέλο, όμποε, φλάουτο, viola d΄amore, φλογέρα, λαούτο και μαντολίνο. Μερικά αφορούν δύο σόλο όργανα και ορχήστρα εγχόρδων, ενώ περίπου τριάντα αφορούν τρία ή και περισσότερα όργανα και ορχήστρα εγχόρδων. Παρ΄όλη την επιτυχία του όμως ο Βιβάλντι είχε πιο υψηλό στόχο να συνθέσει μουσική για όπερα. Το είδος αυτό εφευρέθηκε το 1607 απο τον Ιταλό συνθέτη Κλαούντιο Μοντεβέρντι, ο οποίος ήθελε να αναβιώσει το ύφος των αρχαίων Ελλήνων, που ενσωμάτωναν μουσική, χορό και πρόζα στο θέατρο. Η θεαματική αυτή ψυχαγωγία είχε άμεση απήχηση, ιδίως στην Ιταλία. Η παραγωγή του Βιβάλντι ήταν εκπληκτική. Μεταξύ 1713 και 1739 έγραψε περίπου πενήντα όπερες και το κοινό έσπευδε να παρακολουθήσει τα έργα του, αν και όχι πάντοτε με τον ίδιο ενθουσιασμό.

Το 1725 παρουσίασε μια σειρά κονσέρτων για έγχορδα και μπάσο, με τον τίτλο «il cimento dell΄armonia e dell΄inventione». Τα τέσσερα πρώτα από αυτά αποτελούν τις «Τέσσερις Εποχές» το πιό γνωστό του έργο και ένα απο τα δημοφιλέστερα έργα της μουσικής, που  θεωρείται ως πρώιμο δείγμα προγραμματικής μουσικής, καθώς ο συνθέτης εδώ προσπαθεί μέσω των ηχοχρωμάτων των οργάνων της ορχήστρας, να μας πεί μια ιστορία ή να μας ζωγραφίσει μουσικά μία εικόνα. «Το κελάηδημα των πουλιών» «Ο Κούκος» ΑΝΟΙΞΗ, «Οι Άνεμοι» ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, «Το Ζώο που ξεφεύγει» ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ, «Τα δόντια που χτυπούν» ΧΕΙΜΩΝΑΣ, είναι τα τέσσερα κονσέρτα στα οποία η επίκληση της φύσης πραγματοποιείται μέσα από την μουσική, με την χρήση μουσικών οργάνων για την μίμηση των ήχων της.

Όπως αρκετοί συνθέτες της εποχής, έτσι και ο Βιβάλντι πέρασε τα τελευταία χρόνια του με πολλές οικονομικές δυσκολίες. Η δημοτικότητά του άρχισε να μειώνεται, μετά την περίοδο του μπαρόκ οι συνθέσεις του δεν γίνονταν πλέον αποδεκτές με τον ίδιο ενθουσιασμό από το κοινό, καθώς θεωρούνταν εκτός εποχής. Ακόμη και οι «τέσσερις εποχές» η πιο διάσημη δουλειά του, ήταν άγνωστη στο κοινό. Αναγκάστηκε να πουλήσει μεγάλο αριθμό των χειρογράφων του σε εξευτελιστικές τιμές και πήγε στην Βιέννη στην αυλή του Αυτοκράτορα Καρόλου του ΣΤ΄ , ο οποίος του είχε δώσει παλαιότερα τον τίτλο του ιππότη, ένα χρυσό μετάλλιο και μια πρόσκληση να τον επισκεφτεί στην Βιέννη. Για κακή του τύχη ο αυτοκράτορας πέθανε πρίν προλάβει να τον καθιερώσει στα μουσικά δρώμενα της Βιέννης και μετά από λίγο   ο Βιβάλντι πέθανε και εκείνος εξαιτίας εσωτερικής λοίμωξης στις 28 Ιουλίου 1741 σε ηλικία 63 ετών.

Μετά τον θάνατό του ξεχάστηκε και ανακαλύφθηκε ξανά στις αρχές του 20ου αιώνα, που αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον του κόσμου για αυτόν, καθώς ήλθαν στο φώς αρκετά χειρόγραφά του, που θεωρούνταν χαμένα κατά την διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων. Η φήμη του εξαπλώθηκε περισσότερο με τις διάφορες ιστορικές πλέον παρουσιάσεις των έργων του και σήμερα σε αντίθεση με αρκετούς σύγχρονους του συνθέτες, των οποίων τα έργα δεν ακούγονται παρά μόνο σε ακαδημαΪκές εκδηλώσεις , η μουσική του τυγχάνει ευρείας αποδοχής.