Ο Έλληνας κοσμοπολίτης συλλέκτης έργων μοντέρνας τέχνης και γκαλερίστας, που συνέβαλε στην καθιέρωση των σουρεαλιστών ζωγράφων, αλλά και σε ένα βαθμό και της ποπ-αρτ. Καθιερώθηκε ως μαικήνας διεθνών καλλιτεχνών, όπως ο Magritte, o De Chirico, o Ernst και o Warhol και ως ο άνθρωπος που έφερε στην Ελλάδα τους μεγαλύτερους αστέρες του διεθνούς τζετ-σετ και βοήθησε στην ανάδειξη των πιο ταλαντούχων Ελλήνων καλλιτεχνών, όπως ο Κουνέλης, ο Τάκις και ο Τσαρούχης. Πάντα εκκεντρικός όμως, προβοκάτορας και τολμηρός, δεν άργησε να ταράξει τα ήσυχα νερά της Ελλάδας την δεκαετία του 80΄, να αποκτήσει ορκισμένους εχθρούς και να γίνει το θύμα ενός πρωτοφανούς διασυρμού, ως εξέχον θήραμα για τον κίτρινο τύπο, στα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 25 Μαρτίου 1907, ως Κωνσταντίνος Κουτσούδης και ήταν γιός μίας ευκατάστατης οικογένειας βαμβακεμπόρων. Ο Αλέξανδρος Ιόλας έδειξε από νωρίς την κλίση του στις τέχνες και το 1927 μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ξεκίνησε τα πρώτα του μαθήματα στο χορό και στην μουσική και συναναστράφηκε με όλες τις μεγάλες προσωπικότητες της εποχής.

Το 1931 έφυγε για το Βετρολίνο και αφιερώθηκε στις σπουδές χορού, τις οποίες δύο χρόνια αργότερα λόγω της ανόδου του Ναζισμού, θα εγκαταλείψει και θα μετακομίσει στο Παρίσι όπου συνέχισε με επιτυχία την χορευτική του καριέρα. Εκεί συνδέθηκε με τον Πωλ Βαλερύ, ο οποίος τον επηρέασε καθοριστικά στον τρόπο σκέψης του, αλλά και με τον Αντρέ Μπρετόν, τον θεωρητικό του σουρεαλισμού και έτσι ήρθε σε επαφή με την τέχνη και τον μοντερνισμό. Η απόκτηση ενός πίνακα του Ντε Κίρικο τον βόηθησε να γνωρίσει τον Ιταλό ζωγράφο και από αυτόν τον Ραούλ Ντιφί, τον Κοκτώ, τον Πικάσο, τον Μπράκ, τον Μαν Ρέι και τον Μαξ Έρνστ.

Στα μέσα της δεκαετίας του 30΄ φεύγει για την Νέα Υόρκη, γίνεται κορυφαίος χορευτής στο «Ballet Theatre Company», συνεργάζεται ως χορευτής με τον Τζορτζ Μπαλανσίν και αργότερα αναλαμβάνει την διεύθυνση των Μπαλέτων του Μαρκησίου de Cuevas. To 1944 με αφορμή ένα τραύμα στο πόδι του, εγκαταλείπει τον χορό και δραστηριοποιείται στον χώρο του εμπορίου της τέχνης, καθώς ανοίγει την πρώτη του γκαλερί την «Hugo Gallery», στηριζόμενος στις προσωπικές του φιλίες με τους καλλιτέχνες. Ως έμπορος τέχνης πιά θα συμβάλει στην καθιέρωση των εξόριστων λόγω πολέμου Σουρεαλιστών ζωγράφων και θα παραμείνει ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος του Μαξ Ερνστ και του Ρενέ Μαγκρίτ στην Αμερική, μέχρι τον θάνατό του. Το 1953  διοργανώνει την πρώτη ατομική έκθεση του Άντι Γουόρχολ και συνδέεται στενά με το κίνημα της Ποπ Αρτ και με τους καλλιτέχνες της Arte Povera.

Ο Αλέξανδρος Ιόλας ανέπτυξε ένα δικό του δίκτυο από αίθουσες τέχνης δορυφόρους μιας κεντρικής γκαλερί, στην Γενεύη το 1963, στο Παρίσι το 1964, το Μιλάνο το 1965 και εν συνεχεία στη Ζυρίχη, Μαδρίτη και Ρώμη. Εκδίδει καταλόγους τέχνης, καθώς και συλλεκτικά βιβλία καλλιτεχνών και ποιητών και προωθεί στο εξωτερικό  σημαντικούς Έλληνες καλλιτέχνες, όπως ο Χατζηκυριάκος Γκίκας, ο Γουναρόπουλος, ο Μόραλης και ο Τσαρούχης, καθώς απο την δεκαετία του 60΄ περνά όλο και περισσότερο χρόνο στην Ελλάδα. Συνεργάζεται με διάφορες Γκαλερί όπως  Ζουμπουλάκη, Μέδουσα, Βίκυ Δράκου, Αίθουσα Τέχνης Αθηνών, Σκουφά κ.α. το 1976 όμως κλείνει όλες τις γκαλερί του εκτός από μία στην Νέα Υόρκη.

Το όνομα του Αλέξανδρου Ιόλα, συνδέθηκε με την τέχνη, την εκκεντρικότητα, το χρήμα και το προκλητικό για τα δεδομένα της Αθήνας του 1970-1980 τρόπο ζωής. Ήταν άλλωστε η προσωπικότητα που θα άλλαζε για πάντα την έννοια του γούστου και της καλαισθησίας στην Ελληνική πραγματικότητα. Το ανάκτορο που έχτισε στην Αγία Παρασκευή για να μεταφέρει την τεράστια προσωπική του συλλογή, από έργα αρχαίας, βυζαντινής και σύγχρονης τέχνης, η χλιδή,   τα οργιώδη πάρτι και ο επιδεικτικός τρόπος της  ζωής, αλλά και της συμπεριφοράς  του, δημιούργησαν σκάνδαλο και προκάλεσαν  την κακεντρέχεια μερίδας του τύπου που δημοσίευσαν διάφορες βαριές καταγγελίες  και τον οδήγησαν σε δικαστικές περιπέτειες.

Την ίδια εποχή η Γαλλική Δημοκρατία τον τιμούσε με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής και η «Le Monde» και η «Liberation», έγραφαν ύμνους για αυτόν, με αφορμή την μεγάλη έκθεση της συλλογής της Ντομινίκ ντε Μενίλ, της οποίας ήταν ο δημιουργός. Ο ίδιος ο Ιόλας ξενάγησε στα εγκαίνια της έκθεσης τον Μιτεράν τότε Πρόεδρο της Γαλλίας και τον Ζακ Λανγκ Υπουργό Πολιτισμού.

Ο Αλέξανδρος Ιόλας πέθανε στις 8 Ιουνίου 1987 στην Νέα Υόρκη από AIDS και δεν προλαβαίνει να εκπληρώσει το όνειρό του, να δωρίσει την αμύθητη συλλογή του από έργα τέχνης στο Ελληνικό κράτος. Σήμερα μόνο ένα μικρό μέρος από την συλλογή του βρίσκεται στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Θεσσαλονίκη, μία πόλη που του θύμιζε την γενέτειρά του, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο ίδιος. Η συλλογή των 47 έργων που εκείνος δώρισε στο Μουσείο, αποτέλεσε και τον πυρήνα για την απαρχή της λειτουργίας του. Το ΔΣ μάλιστα τον τιμά δίνοντας το όνομά του στην τριώροφη πτέρυγα του Μ.Μ.Σ.Τ και αφιερώνοντάς του τον κατάλογο της μόνιμης συλλογής του.