Στις  22 Δεκεμβρίου του 1858 στη Λούκα της Ιταλίας γεννήθηκε ο Ιταλός συνθέτης Τζάκομο Πουτσίνι, ένας από τους  σημαντικότερους εκπροσώπους του ιταλικού βερισμού. Προερχόμενος από οικογένεια με μουσική ιστορία και παράδοση, θεωρείτο ότι θα ακολουθούσε μουσική καριέρα ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του αδελφού του, κάτι όμως που δεν ενδιέφερε τον ίδιο.

Κατόπιν πίεσης που δέχτηκε μπήκε στο μουσικό σχολείο της Λούκα, αλλά οι δάσκαλοί του τον είχαν για τεμπέλη και ασεβή. Η απείθαρχη φύση του τον οδήγησε στο να κλέβει σωλήνες από το εκκλησιαστικό όργανο, και πουλώντας τες για παλιοσίδερα να αγοράζει τσιγάρα. Παρ’ όλα αυτά το πηγαίο ταλέντο του τον είχε κάνει ειδικό στο να διασκευάζει τους εκκλησιαστικούς ύμνους με τέτοιον τρόπο, ώστε να αποφεύγει τους σωλήνες που έλειπαν. Το 1876 θα σταθεί το έτος για τη μεταστροφή του Πουτσίνι σε έναν άνθρωπο παθιασμένο για την όπερα. Θα περπατήσει γύρω στα 28 χιλιομέτρα, προκειμένου να δει την Αΐντα. Το επόμενο βήμα του θα είναι το 1880 να γραφτεί στο Ωδείο του Μιλάνου. Παρότι μεγάλο ταλέντο δεν σταμάτησε να τον ακολουθεί η φήμη του κακού μαθητή. Η φήμη αυτή δεν θα σταθεί εμπόδιο στα σχέδιά του και το 1882 θα συμμετάσχει σε ένα διαγωνισμό για μια μονόπρακτη όπερα, κερδίζοντας όμως μόνο μια εύφημη μνεία. Οι πατρώνες που βρίσκονταν στο κοινό έχοντας διαφορετική γνώμη θα πληρώσουν για να ανέβει το 1884.

Η όπερα Μανόν Λεσκό το 1893 θα ανέβει και θα αποτελέσει μια από τις πρώτε επιτυχίες του, ενώ θα ακολουθήσουν οι όπερες Λα Μποέμ το 1896 και η Τόσκα το 1900, χαρίζοντάς του μεγάλη επιτυχία και πολλά έσοδα. Ο Πουτσίνι παράλληλα με την επιτυχία γνωρίζει και ερωτεύεται παθιασμένα την Ελβίρα Μποντουάρι Τζερμινιάνι βιώνοντας μια θυελώδη σχέση επισφραγίζοντάς την μετά από 18 χρόνια συμβίωσης. Κάποια χρόνια αργότερα επιστρέφοντας ένα βράδυ από μια οικογενειακή έξοδο, από λάθος το αυτοκίνητο εξετράπη της πορείας του προκαλώντας σοβαρά τραύματα στον Πουτσίνι καθηλώνοντάς τον για μήνες στο κρεβάτι, ενώ για το υπόλοιπο της ζωής του κρατούσε μπαστούνι.

Παρά τα όποια προβλήματά του ο Πουτσίνι συνέχισε να γράφει όταν αποφάσισε ότι η επόμενη όπερά του θα έχει τον τίτλο Τουραντό. Δυστυχώς όμως πριν ολοκληρώσει το έργο του μεταφέρθηκε εσπευσμένα στις Βρυξέλες για ιατρική περίθαλψη. Τα πρόβλημα υγείας συνέχισαν για πολλά χρόνια όταν μετά από διάγνωση, διαπιστώθηκε ότι ο χρόνιος πονόλαιμος που έπασχε ήταν καρκίνος του λάρυγγα. Ο μόνος τρόπος επικοινωνίας πλέον ήταν μέσω μηνυμάτων. Το τελευταίο του μήνυμα, λίγο πριν τον θάνατό του στις 29 Νοεμβρίου του 1924, απευθυνόταν στην σύζυγό του Ελβίρα το οποίο έγραφε: Elvira, povera donna, finite – Ελβίρα, καημένη γυναίκα, όλα τελείωσαν. Δύο χρόνια μετά Ο Αρτούρο Τοσκανίνι ανέβασε την Τουραντό αποφασίζοντας να διακόψει την παράσταση στο σημείο που είχε δουλευτεί από τον Πουτσίνι λέγοντας στο κοινό «Σε αυτό το σημείο τελειώνει το έργο αφού πεθαίνει ο συνθέτης. Δυστυχώς, ο θάνατος υπερβαίνει την τέχνη».