Ο Νίκος Καββαδίας, ο Καταραμένος Ποιητής κατά τον Κώστα Βάρναλη, που όπως είχε γράψει το 1943 στην εφημερίδα Πρωία «είναι ο πρώτος στην Ελλάδα καταραμένος ποιητής», ο Μαραμπού, όπως επικράτησε να τον προσφωνούν ύστερα από την πρώτη ποιητική συλλογή του, κατάφερε να κερδίσει μία ιδιάζουσα θέση στον νέο Ελληνικό Παρνασσό. Όχι βέβαια για το μεγάλο έργο του, αλλά γιατί από τα μακρινά ταξίδια του έφερε σαν δώρο πολύτιμη ποιητική ουσία, τυλιγμένη με εξωτική πείρα, αλλά βαθιά ανθρώπινη και βαθύτερα ελληνική. Το θέλγητρο της ποντοπορίας, την ηθογραφία της μικρής ναυτικής κοινότητας, του εμπορικού καραβιού που ταξιδεύει τον ελληνικό χαρακτήρα μέσα σε μακρινούς ορίζοντες. Τόσων χρόνων ναυτική παράδοση  δεν είχε βρεί την έκφρασή της στην ποίηση, γιαυτό ο έμμετρος λυρισμός  του Καββαδία αντήχησε γοητευτικός και παράξενος και επιβλήθηκε με την πρώτη του εμφάνιση.

Ο Καββαδίας που έκανε επάγγελμα και ζωή του το μεγάλο όνειρο των ποιητών, τον καημό της θάλασσας, που ταξίδευε απο δεκαοκτώ ετών παιδί, γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στη Μαντζουρία από γονείς Κεφαλονίτες. Το 1914 η οικογένεια του έρχεται στην Ελλάδα πρώτα στην Κεφαλονιά, μετά στον Πειραιά και τέλος στην Αθήνα. Σαν μαθητής διαβάζει  Ιούλιο Βέρν και βιβλία περιπέτειας, έχει συμμαθητές τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Παπά Γιώργη Πυρουνάκη και γνωρίζεται με τον συγγραφέα Παύλο Νιρβάνα, που υπήρξε ο πρώτος του δάσκαλος στην ποίηση. Χαρακτηριστική ήταν η αφιέρωση σε ένα τόμο με χρονογραφήματα που του χάρισε «στο μικρό μου φίλο Ν. Καββαδία απο εκτίμηση στο νεαρό του τάλαντο».

Από πολύ νωρίς αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας και εκδίδει ο ίδιος το σατυρικό φυλλάδιο «Σχολικός Σάτυρος». Το πρώτο του ποιήμα δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Σημαία» με τίτλο «ο θάνατος της παιδούλας». Εκέινη την εποχή  για οικονομικούς λόγους βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει σε φορτηγό, ενώ παράλληλα συνεργάζεται με το περιοδικό «ο Διανοούμενος», και «Ναυτική Ελλάδα».

Τον Ιούνιο του 1933 κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή «Μαραμπού» από τις εκδόσεις Κύκλος και γίνεται δεκτή με πολύ ευνοικές κριτικές, καθώς η συλλογή αυτή εκπροσωπούσε την ελπίδα να ανθήσει κάποτε μια Ελληνική ναυτική ποίηση.

Τα επόμενα χρόνια, τα ταραγμένα χρόνια της Ελληνικής Ιστορίας, τον βρίσκουν αρχικά στην Αλβανία ως ασυρματιστή στον Ελληνικό στρατό και  κατόπιν στρατευμένο στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης ως μέλος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, ιδιότητες που εκείνη την εποχή του δυσκόλεψαν αρκετά την ζωή. Την ίδια περίοδο γίνεται δεκτός στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών ασχολείται με τις  μεταφράσεις και  εκδίδει ορισμένα αντιστασιακά ποιήματα τα οποία δημοσιεύονται στα περιοδικά «Πρωτοπόροι» και «Ελεύθερα Γράμματα».

Τον Ιανουάριο του 1947 οι εκδόσεις Καραβία κυκλοφορούν τη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Πούσι», που περιέχει 14 ποιήματα, αφιερωμενη στην Ελένη Χαλκιούση  ενω επανεκδίδεται με κάποιες προσθήκες και το «Μαραμπού». Από το 1954 μέχρι και το 1974 ο Καβαδίας ταξιδεύει συνεχώς με πολύ μικρά διαλείμματα, γράφοντας το μοναδικό του μυθιστόρημα  «Η Βάρδια» που κυκλοφόρησε το 1954 και ήταν στην πραγματικότητα μυθιστόρημα,  ποίημα και αναμνήσεις συγχρόνως. Ταυτόχρονα έγραφε  και αλλα ποιήματα τα οποία  αποτέλεσαν την τρίτη και τελέυταία ποιητική του συλλογή «Τραβέρσο»,  που ολοκληρώθηκε λίγο πριν τον θάνατό του και εκδόθηκε μετά από αυτόν. Σε αυτήν περιλαμβάνεται το καλύτερο για πολλούς ερωτικό του  ποίημά  «Fata Morgana»,»ο έρωτας των ονείρων του», ένας απατηλός αντικατοπτρισμός, κάτι περισσοτερο απο απλό μετεωρολογικό φαινόμενο, η προαιώνια μορφή της Γυναίκας , κάτι ανάμεσα σε Δαίμονα και Άγγελο, που παρασύρει το αρσενικό σε μια ακατάσχετη πορεία προς την ηδονή, πορεία που παραδόξως είναι ταυτόχρονη και ταυτόσημη με την πτώση και τον θάνατο.

Ο Νίκος Καββαδίας έγινε πολύ γνωστός μέσα από την μελοποίηση των ποιημάτων του από δίαφορους γνωστούς συνθέτες. Πρώτος ο Γιάννης Σπανός το 1975 με το υπέροχο τραγούδι «Ιδανικός και Ανάξιος Εραστής», το 1978 η Μαρίζα Κώχ  μελοποίησε 8 ποιήματα  με ήχους  κρουστών και παραδοσιακών έγχορδων οργάνων, ο Θάνος  Μικρούτσικος με τον δίσκο «Ο σταυρός του Νότου»που έγινε τόσο μεγάλη επιτυχία, ώστε να ταυτίσει σχεδόν συνθέτη και ποιητή και τέλος το 1991 πάλι ο Θάνος Μικρούτσικος με τον δίσκο «Οι Γραμμές των Οριζόντων» στον οποίο τραγούδησαν  μεγάλοι ερμηνευτές.

Το 1975 στην Αθήνα αφήνει την τελευταία του πνοή, ύστερα απο εγκεφαλικό επεισόδιο. Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, παρουσία πολλών και σημαντικών ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης, οι οποίοι του αναγνώρισαν τελικά  ότι δεν ήταν ο εστέτ των σαλονιών, ο σνόμπ της υψηλής  τέχνης, αλλά ο βιοπαλαιστής της θάλασσας και κυρίως ο ποιητής   των ταξιδιών και των ονείρων.