Ο Κωστής Παλαμάς υπήρξε μία απο τις μεγαλύτερες πνευματικές φυσιογνωμίες της Νεώτερης Ελλάδας και ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές. Το τεράστιο ποιητικό του έργο υμνεί την ιστορία, τον Ελληνισμό και την «μεγάλη ιδέα» για την πατρίδα, παράλληλα όμως ασχολείται βαθιά με τον άνθρωπο και τα συναισθήματά του. Εκτός όμως από την ποιητική του οντότητα, διακρίθηκε και για την κριτική, φιλολογική αλλά και διηγηματογραφική του παρουσία.

Ο νεώτερος εθνικός μας βάρδος, γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1859 στην Πάτρα, η καταγωγή του όμως ήταν απο το Μεσολόγγι απο οικογένεια που είχε να επιδείξει πολλούς αγωνιστές, κληρικούς και διδασκάλους του γένους. Οκτώ χρονών μένει ορφανός από γονείς και φιλοξενείται από συγγενείς στο Μεσολόγγι, μέχρι το 1875 που έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει στην Νομική Σχολή. Η αφοσίωσή του όμως στα γράμματα, ό έρωτάς του στην ποίηση και η δίψα του να διαβάζει ότι καινούργιο προσέφερε η Ελλήνική και  ξένη διανόηση, δεν τον άφησαν να τελειώσει τις σπουδές του. Εγκατέλειψε τελικά την Θέμιδα για να υπηρετήσει τις Μούσες.

Ταυτοχρόνως εργαζόταν στα σατυρικά περιοδικά «Ραμπαγάς», «Ασμοδαίος», «Μή χάνεσαι» και «Αστυ». Επίσης χρημάτισε και συντάκτης στις εφημερίδες «Ακρόπολις», «Εφημερίς», «Εμπρός» και από το 1886 άρχισε να εκδίδει τους στίχους του σε βιβλία. Στις 15 Οκτωβρίου 1897 ο Παλαμάς διορίστηκε απο τον τότε Υπουργό Παιδείας Ανδρέα Παναγιωτόπουλο Γενικός Γραμματέας του Πανεπιστημίου, εργασία η οποία διήρκεσε τριάντα χρόνια, διάστημα κατά το οποίο ο ποιητής εξέδωσε τον κυριότερο όγκο του έργου του, υποβοηθούμενος απο την αφοσίωσή του στην τέχνη και την ασκητική του καθήλωση στο γραφείο του σπιτιού του – στο «κελλί» του όπως το έλεγε. Γιατί ο Παλαμάς πραγματικά ταξίδια δεν επιχείρησε στην ζωή του, όμως ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο με την μελέτη και την φαντασία του, βιώνοντας στην κυριολεξία την «Ασάλευτη ζωή» στο κελί του, στο ιστορικό σπίτι της οδού Ασκληπιού, στο ασκητήριό του όπου για χρόνια συγκεντρώνονταν οι εκπρόσωποι της φιλολογικής Αθήνας.

Γόνιμος και πολύπλευρος ο Κωστής Παλαμάς, ευρυμαθής και κριτικότατος επέβαλε με το κύρος του την Δημοτική Γλώσσα. Κάτοχος της δημιουργικής γοητείας του ύφους, άλλοτε επικός, άλλοτε συμβολικός ή  μεγαλόστομος, γίνεται ο ίδιος αρχηγός της Νέας Αθηναικής Σχολής και γεμίζει την εποχή μας με το ποιητικό του ανάστημα. Ζωηρό επίσης είναι στον Παλαμά το θρησκευτικό συναίσθημα, όχι όμως με την έννοια της ευλάβειας ενός Παπαδιαμάντη, αλλά υφασμένο με την γραφικότητα των εθίμων ή με τον βαθύ στοχασμό, που αναζητεί η παράδοση στις αρχαίες ρίζες. «Τραγούδια της Πατρίδας μου» 1886, «’Ιαμβοι και Ανάπαιστοι» 1897, «Ο Τάφος» 1898 από τα λίγα υποκειμενικά τραγούδια του ποιητή, όπου ο  προσωπικός σπαραγμός για το χαμό του παιδιού του, αναδίδει θαυμάσιους λυρικούς τόνους, «Ο Θάνατος του Παλληκαριού» 1901, «Τρισεύγενη» 1903 το μοναδικό θεατρικό του έργο που είχε παιχθεί για πρώτη φορά στο Δημοτικό Θέατρο απο τον θίασο της Ζηνοβίας Παρασκευοπούλου και αργότερα παίχτηκε και στο Εθνικό Θέατρο, «Η Ασάλευτη Ζωή» 1904 που περιλαμβάνει τον Ολυμπιακό Ύμνο που μελοποιήθηκε απο τον Κερκυραίο Μουσουργό Σπύρο Σαμαρά και θεωρήθηκε σαν μία νίκη της Δημοτικής, « Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» 1907 από τις μεστότερες ποιητικές του συνθέσεις , καθώς ο Γύφτος του είναι σύμβολο, είναι η ελεύθερη σκέψη, είναι ο ίδιος ο ποιητής- ο ήρωάς μου χαλαστής και πλάστης με την αράδα…..-, « Η Φλογέρα του Βασιλιά» 1910, « τα πρώτα κριτικά» 1913, «Βωμοί» 1915 που περιλαμβάνει τον θούριό του ‘Στ΄ άρματα΄όπου παρακινεί για την έξοδο της  Ελλάδας από την ουδετερότητα για να πολεμήσει στο πλευρό των Συμμάχων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, «τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου» 1933 και «οι νύχτες του Φήμιου» 1935 που είναι ο τελευταίος στίχος του Εθνικού μας ποιητή, η έμμετρη υποθήκη του που μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο και δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες την ιστορική ημέρα της 28Ης Οκτωβρίου 1940. ¨Αυτό τον στίχο θα σας πώ δεν έχω άλλο κανένα: Μεθύστε με το αθάνατο κρασί του Εικοσιένα!

Για το ποιητικό του έργο και την όλη του δημιουργική προσφορά, ο Κωστής Παλαμάς τιμήθηκε το 1914 με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων, το 1915 ο Βασιλεύς Γεώργιος τον  τίμησε με το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος του Φοίνικα, το 1926  που ιδρύθηκε η Ακαδημία Αθηνών έγινε μέλος της από τους πρώτους και το 1930 έγινε πρόεδρός της. Εξίσου θερμές και τιμητικές υπήρξαν οι εκδηλώσεις προς τον ποιητή ονομαστών ξένων συγγραφέων, μεταξύ των οποίων και ο Ρομαίν Ρολλάν που δήλωσε ότι «Ο Παλαμάς είναι ο μεγαλύτερος σύγχρονος ποιητής της Ευρώπης». Πραγματικά η επιβολή του στους διεθνείς πνευματικούς κύκλους υπήρξε τέτοιας ευρύτητας, ώστε το 1934 μετά από πολλές υποψηφιότητες υπήρξε σοβαρότατος διεκδικητής του Βραβείου Νόμπελ.

Στις 27 Φεβρουαρίου 1943 ο Κωστής Παλαμάς έφυγε από την ζωή σε ηλικία 84 ετών μετά απο βαριά αρρώστια στο σπίτι του στην Πλάκα. Η κηδεία του και η ταφή του στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, πήρε αυθόρμητα χαρακτήρα αντικατοχικής εκδήλωσης. Χιλιάδες άνθρωποι πλημμύρισαν το νεκροταφείο και συνόδευσαν τον μεγάλο μας ποιητή στην τελευταία του κατοικία, ψάλλοντας τον Εθνικό μας Ύμνο μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Γερμανών κατακτητών. Λίγο νωρίτερα ο ποιητής Αγγελος Σικελιανός είχε απαγγείλει στην μνήμη του το περίφημο ποίημά του:

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η  δικιά μου γλώσσα;

Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ’ αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ’ τον στα χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: «Ο Παλαμάς!»,
ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά του η οικουμένη !

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει…
κι ακέριος φλέγεται ως με τ’ άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.

Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,

που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βόγκα Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!