Ο Απόστολος Αρσάκης υπήρξε μέγας διανοούμενος, έξοχος γιατρός, πολιτικός και Εθνικός μας Ευεργέτης. Γεννήθηκε το 1792 στη Χοταχόβα της Βορείου Ηπείρου, κοντά στην Πρεμετή και σε ηλικία οκτώ ετών τον έστειλαν στο Βουκουρέστι, για να γλυτώσει από τους Τούρκους Γεννίτσαρους. Το 1804 ο θείος του τον έστειλε στην Βιέννη για να σπουδάσει αρχές της Φιλοσοφίας έχοντας ως δάσκαλο, τον Διδάσκαλο του Γένους Νεόφυτο Δούκα.

Σε ηλικία  μόλις δεκαεννεά ετών έγραψε ένα βουκολικό ειδύλλιο σε αρχαία δωρική διάλεκτο, αφιερωμένο στον γιό του Ναπολέοντα του Μέγα, για να συγκινήσει τον αυτοκράτορα, ώστε να βοηθήσει τους Έλληνες να απελευθερωθούν απο τους Τούρκους. Το 1810 γράφτηκε στο Πανεπιστήνιο της Χαλλης της Σαξωνίας για να ασχοληθεί με την Ιατρική και το 1813 σε ηλικία 21 ετών ανακηρύχθηκε χειρουργός και διδάκτορας με την διατριβή του, την οποία υπέγραψε ως Ηπειρώτης  «Περί του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού των ιχθύων» γραμμένη στη Λατινική γλώσσα. Με το έργο αυτό έγινε ένας από τους πρωτοπόρους ερευνητές της ιχθυολογίας, η οποία εθεωρείτο από τους δυσκολότερους κλάδους .

Αργότερα δημοσίευσε στον Λόγιο Ερμή του Άνθιμου Γαζή,στο πιο διάσημο όργανο του Διαφωτισμού την μελέτη «Έκθεσις συνοπτική της Ιατρικής Ιστορίας» και στα προλεγόμενα της εγκυκλοπαίδειας του Στέφανου Κομηττά την πραγματεία του «Περί του ει εξήν τοις γυναιξί ταις δραματικαίς επιδείξεσαι παρείναι» στην Αττική διάλεκτο.

Στα 1814 εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι και άσκησε το λειτούργημα του ιατρού σε νοσοκομεία για μια οταετία με ιεραποστολικό ζήλο. Διετέλεσε επίσης και έφορος νοσοκομείων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Εγκατέλειψε την Ιατρική για την πολιτική σε ηλικία 30 ετών, για να μπεί στην διπλωματική υπηρεσία της Βλαχίας και την περίοδο 1836-1839 να διατελέσει Γραμματέας Επικρατείας του Ηγεμόνα Αλέξανδρου Γκίκα. Το 1857 εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής και αγωνίστηκε υπέρ του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου Κούζα. Χρημάτισε επίσης μέλος της τετραμελούς επιτροπής για την ένωση της Βλαχίας και Μολδαβίας και τη δημιουργία της Ρουμανίας. Το 1860 διορίζεται Υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Ηγεμονιών, το 1862 διετέλεσε μεταβατικός πρωθυπουργός της Ρουμανίας και αφού παρέμεινε απλός βουλευτής για δύο χρόνια,  αποχώρησε τελικά απο την ενεργή πολιτική δράση.

Ο Αρσάκης αισθανόταν Έλληνας και πολλές φορές έγραφε το όνομα και την ιδιότητά του στα Ελληνικά. Είχε μάλιστα πολιτογραφηθεί ως Έλλην το 1838 κατά την απογραφή του πληθυσμού της Βλαχίας. Ως εκ τούτου παρακολούθουσε  απο κοντά την εξέλιξη της Ελληνικής Επανάστασης και την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, καθόσον επιθυμούσε να συμβάλλει στην πνευματική και ηθική άνοδο των Ελλήνων, αναζητώντας τρόπους για να το κατορθώσει. Από φίλους έμπιστους ενημερώθηκε για την ίδρυση της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας στην Αθήνα και την αδυναμία της να ολοκληρώσει τις εγκαταστάσεις για να λειτουργήσει το Λύκειο Θηλέων με σκοπό να σπουδάσουν ως δασκάλες οι νεαρές Ελληνίδες. Αποφάσισε λοιπόν να ενισχύσει οικονομικά και να οικοδομηθεί με δική του δαπάνη το κτίριο της οδού Πανεπιστημίου .Η συνολική δαπάνη της δωρεάς του ανήλθε στο  ποσόν των εξακοσίων χιλιάδων χρυσών δραχμών, ιλιγγιώδες ποσόν για  εκείνη την εποχή  και η εταιρεία απο ευγνωμοσύνη ονόμασε το Σχολείο «Αρσάκειο» και η Βασίλισσα, η οποία ήταν προστάτιδα του Σχολείου τον τίμησε με τον Σταυρό των Ανωτέρων Ταξιαρχών.

Ο Απόστολος Αρσάκης ένας απο τους σπουδαιότερους και ευφυέστερους Έλληνες, απεβίωσε στις 16 Ιουλίου 1874 στο Βουκουρέστι σε ηλικία 82 ετών, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό, καθώς όπως   περιγράφεται απο τον Νικόλαο Σούτσο ήταν «ένας πολιτικός με μεγάλη εμπειρία, φωτισμένος, δραστήριος, αποτελεσματικός, επιμελής, διαλλακτικός στις υποθέσεις, παραδεκτός γενικά από όλες τις πλευρές, ακόμη και από τους αντιπάλους του…»