Ο Ζαν Πολ Μπελμοντό (Jean Paul  Belmondo), είναι Γάλλος ηθοποιός, παραγωγός ταινιών, stunt performer και ηθοποιός θεάτρου, ο οποίος συνδέθηκε αρχικά με το Γαλλικό Νέο Κύμα (Νουβέλ Βαγκ) της δεκαετίας του 60΄ και κατάφερε με το ταλέντο του, τη χαλαρή κινηματογραφική του παρουσία και τη φιλμογραφία του, να κερδίσει την παγκόσμια αναγνώριση.

Γεννήθηκε στις 9 Απριλίου του 1933 στο Νεϊγί-συρ-Σεν μέσα σε καλλιτεχνική οικογένεια, καθώς ο πατέρας του ήταν γλύπτης με ιταλικές ρίζες και η μητέρα του ήταν ζωγράφος. Εκείνος όμως δεν φανέρωσε καμμία καλλιτεχνική κλίση και  μέχρι τα νεανικά του χρόνια ασχολήθηκε ενεργά με τον αθλητισμό. Είχε πάθος με το μποξ και πολύ νωρίς αποφάσισε να γίνει πυγμάχος, με μεγάλη αρχικά επιτυχία, καθώς στην σύντομη καριέρα του στα ρινγκ ήταν αήτητος. Πολύ γρήγορα όμως , συνειδητοποιώντας τις θυσίες που έπρεπε να κάνει για να γίνει επαγγελματίας τα παράτησε.

Τότε στράφηκε στην υποκριτική και έγινε δεκτός στην Εθνική Σχολή Δραματικής Τέχνης του Παρισιού, από όπου αποφοίτησε το 1956. Ξεκίνησε την καριέρα του το 1957 με μικρούς ρόλους σε γαλλικές ταινίες της εποχής και ο πρώτος του πρωταγωνιστικός ρόλος ήλθε το 1958 με το «Les copains du Dimanche». Ακολούθησαν και άλλοι ρόλοι σε ταινίες με σπουδαίους σκηνοθέτες όπως ο Μαρκ Αλεγκρέ, με το «Έγκλημα στην Place Pigalle» και το «Τελευταίο ραντεβού», ο Μαρσέλ Καρνέ στους «Ζαβολιάρηδες», μέχρι που τράβηξε την προσοχή του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ και του έδωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο αριστούργημά του «Με κομμένη την ανάσα» το 1960. Ήταν η ταινία που εκτόξευσε στα ύψη την φήμη του Γκοντάρ και του Μπελμοντό και εγκαινίασε με αριστουργηματικό τρόπο την νέα σχολή κινηματογραφικής σκέψης Νouvelle Vague. Ο Μπελμοντό ενσάρκωσε τον ρόλο του με μια ποιητική ελαφρότητα που κανείς Γάλλος ηθοποιός δεν είχε επιδείξει μέχρι τότε και  καθιερώθηκε πλέον ως ¨κλασικός¨ στην ιστορία του Γαλλικού Κινηματογράφου.

Ακολούθησαν πλήθος ταινιών όπως «Η Ατιμασμένη» του Βιττόριο ντε Σίκα το 1960, «Η Κυρία θέλει έρωτα» του Γκοντάρ το 1961, «Ο Χαφιές» του Μελβίλ μία ταινία που το περιοδικό Empire την κατέταξς στις 500 καλύτερες όλων των εποχών, «Καρτούς» του Μπροκά με την Κλαούντια Καρντινάλε, «Καυτό πεζοδρόμιο» με την Ζαν Μορώ και «Ο Μεγάλος Τυχοδιώκτης» του Μελβίλ το 1963.

Τα επόμενα χρόνια ο Μπελμοντό άλλαξε πορεία και έχοντας κάνει στροφή προς τον εμπορικό κινηματογράφο και κυρίως προς τις κωμωδίες, γύριζε με καταιγιστικό ρυθμό την μία ταινία μετά την άλλη. Το 1970 συμπρωταγωνίστησε με τον με τον μεγάλο του ανταγωνιστή τον Αλέν Ντελόν στην ταινία «Μπορσαλίνο» του Ζακ Ντερέ. Το 1971 γύρισε στην Ελλάδα μαζί με τον Ομάρ Σαρίφ την ταινία «Οι Διαρρήκτες» του Βερνέιγ, το 1979 «Μπάτσος ή Αλήτης» και «Ο Επαγγελματίας» του Λοτνέρ, «Εκατό και μία νύχτες» της Ανιές Βαρντά και το «Ανάμεσα σε δύο μπαμπάδες» όπου συνάντησε ξανά τον Αλέν Ντελόν.  Το 1987 κέρδισε το Βραβείο Σεζάρ καλύτερου ηθοποιού για την ταινία «Ο κυνηγός της περιπέτειας».

Ένα εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη το 2001 και του στέρησε την ικανότητα της απρόσκοπτης ομιλίας, ανέκοψε την καριέρα του μέχρι το 2008, που επέστρεψε ως ζωντανός θρύλος στο σινεμά με την ταινία «Ο Ανθρωπος και ο σκύλος του».

Το 2011 τιμήθηκε στις Κάννες με ειδικό Χρυσό Φοίνικα, για την συνολική προσφορά του στην Έβδομη Τέχνη, ενώ με αφορμή την εμφάνιση και την βράβευσή του, προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ «Belmondo… Itineraire». Ο ίδιος ο Μπελμοντό χαρακτήρισε το βραβείο του ¨δώρο Θεού¨, καθώς στα 53 χρόνια που δούλεψε στον κινηματογράφο δεν τιμήθηκε ποτέ με κάποιο σημαντικό βραβείο εκτός από ένα Σεζάρ και με σημασία διαβεβαίωσε κατά την άφιξή του στην Μόστρα:

«Δεν σκέφτομαι ποτέ το παρελθόν μου. Κοιτάω μπροστά, μπροστά, μπροστά…»