Ο Έρολ Λέσλι Φλιν (Errol Leslie Flynn) ο Αυστραλός ηθοποιός, που θεωρείται ως ο πρώτος ζεν πρεμιέ στην ιστορία του παγκόσμιου  κινηματογράφου, καθιερώθηκε σε ρόλους όπου υποδυόταν τον ρομαντικό, άφοβο και ικανό ξιφομάχο ήρωα, που προσπαθεί να κερδίσει την καρδιά μιας όμορφης γυναίκας. Έζησε μια πολυτάραχη ζωή με πολλές καταχρήσεις, φυλακή, κατηγορίες για βιασμούς και ασωτίες που έμειναν στην ιστορία, παρά το ότι το τέλος της ζωής του ήλθε στα 50 του χρόνια.

Γεννήθηκε στην Τασμανία στις 20 Ιουνίου του 1909, παρακολούθησε αρχικά το Αγγλικανικό σχολείο του Σίδνεϋ, λόγω όμως του εκρηκτικού του χαρακτήρα εκδιώχτηκε από αρκετά σχολεία της Τασμανίας και σε ηλικία 20 ετών μετακόμισε στη  Νέα Γουινέα, όπου αγόρασε μια φυτεία καπνού και μία επιχείρηση εξόρυξης χαλκού με απογοητευτικό οικονομικό αποτέλεσμα.

Στιε αρχές της δεκαετίας του 1930 έφυγε για την Αγγλία και το 1933 κατάφερε να πιάσει δουλειά ως ηθοποιός στην θεατρική εταιρεία του Νορθάμπτον, στο Βασιλικό Θέατρο της πόλης. Έπαιξε επίσης και στο Φεστιβάλ του Μάλβερν στην Γλασκώβη και στο Γουέστ Έντ του Λόνδίνου. Το 1933 πρωταγωνίστησε την αuστραλιανή ταινία «In the Wake of the Bounty” και έκανε αμέσως αίσθηση. Πολύ σύντομα υπέγραψε συμβόλαιο, μετανάστευσε στην Αμερική ως ηθοποιός και πήρε την Αμερικανική ιθαγένεια.

Ο πρώτος του πρωταγωνιστικός ρόλος ήταν στην ταινία «Κάπτεν Μπλαντ» το 1935.  Άλλες κινηματογραφικές του επιτυχίες ήταν «Η επέλαση της ελαφρας ταξιαρχίας» το 1936, «Πριγκιψ και Πτωχός» το 1937, «Ρομπέν των Δασών» το 1938 στον πλέον επιτυχημένο ρόλο του, «Ο Κατακτητής» το 1939, «Ο Αετός των Θαλασσών» το 1940 και «Δον Ζουάν» το 1948.  Συμπρωταγωνίστησε επίσης με την Ολίβια Ντε Χάβιλαντ σε οκτώ ταινίες, καθώς και με την Μπέτι Ντέιβις με την οποία οι σχέσεις τους ήταν πάντα τεταμένες.

Στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο ο Φλιν συνέχιζε να ερμηνεύει ρόλους πολεμικών ηρώων σε ταινίες, αν και πολύ συχνά είχε κατηγορηθεί γι αυτό, καθώς η κατάσταση της υγείας του ήταν πολύ κακή και κάθε προσπάθειά του για να καταταγεί στον στρατό είχε απορριφθεί. Είχε μεγαλοκαρδία, έπασχε από φυματίωση, ελονοσία  και πόνους στην πλάτη, τους οποίους αντιμετώπιζε με μορφίνη και αργότερα με ηρωίνη.

Την δεκαετία του ΄50 ο Φλιν, ο θρυλικός, άφοβος, ρομαντικός, ριψοκίνδυνος και ικανός ξιφομάχος των ασπρόμαυρων προπολεμικών ταινιών, είχε γίνει μία κακή απομίμηση του εαυτού του. Η κατάχρηση του αλκοόλ και των ναρκωτικών, είχε σαν αποτέλεσμα να φαίνεται πρόωρα γερασμένος. Παρ΄όλα αυτά όμως κέρδισε  την αναγνώριση στον ρόλο ενός άχρηστου μπεκρή στην ταινία «Ο Ήλιος ανατέλλει ξανα» το 1957 και στον ρόλο του ειδώλου του Τζον Μπάριμορ στην ταινία «Too Much, Too Soon» το 1958. Το 1958 επίσης πρωταγωνίστησε στην τηλεοπτική σειρά «The Errol Flynn Theatre» γυρισμένη στην Αγγλία.

Τον Ιανουάριο του 1959, την ημέρα που ο λαικός  στρατός μπήκε θριαμβευτικά στην Αβάνα, ο Έρολ Φλιν βρισκόταν στην Κούβα. Μαζί με τον ρώσικης καταγωγής παραγωγό Βίκτορα Παλέν ήταν ιδιοκτήτες μιας κινηματογραφικής αίθουσας στην Αβάνα. Ήταν μόνο 50 χρονών, αλλά αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας και κρατούσε πλέον αποστάσεις από το Χολιγουντ. Παρ όλα αυτά και σε αναζήτηση της περιπέτειας μαζί με τον Παλέν, με τις φωτογραφικές τους μηχανές καταγράφουν τα γεγονότα, με αποτέλεσμα μια 50λεπτη ταινία «Cuban Story», ένα μοναδικής σημασίας και ρεαλισμού ντοκιμαντέρ, μία ταινία που θεωρούνταν για πολλές δεκαετίες χαμένη,  μέχρι να την ανακαλύψει η κόρη του Παλέν. Η ταινία  που τελειώνει με τον Φλιν να διαβάζει μια κάρτα που του έστειλε ο Κάστρο, ήταν και η τελευταία δουλειά του Έρολ Φλιν ως ηθοποιού.

Το Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα, αλλά και ζητήματα υγείας λόγω των καταχρήσεων, βρέθηκε στο Βανκούβερ του Καναδά, όπου έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε. Οι γιατροί που τον εξέτασαν διαπίστωσαν ότι το σώμα του, ήταν το σώμα ενός κουρασμένου ηλικιωμένου ανθρώπου, που είχε γεράσει πριν την ώρα του.