Ο Άνταμ Σμιθ (Adam Smith) ήταν Σκωτσέζος οικονομολόγος και ηθικός φιλόσοφος, θεμελιωτής της σχολής των κλασικών οικονομικών, ο οποίος θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους της πολιτικής οικονομίας. Ήταν επιπλέον συγγραφέας των έργων «Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων» και «Μια έρευνα της φύσης και των αιτιών του πλούτου των εθνών», το οποίο αναφέρεται απλώς ως «Ο Πλούτος των Εθνών» και θεωρείται ως το κύριο έργο του και η πρώτη νεωτερική εργασία πάνω στα οικονομικά, η οποία τον κατατάσσει ως έναν από τους κύριους εκπροσώπους του Σκωτσέζικου Διαφωτισμού. Ο περίφημος Γκρίνσπαν λέει ότι «Ο Πλούτος των Εθνών», ήταν ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της Ιστορίας της Ανθρώπινης διανόησης.

 Ο Άνταμ Σμίθ γεννήθηκε στις 16 Ιουνίου του 1723 στην Σκωτία και γνωρίζουμε ελάχιστα για την παιδική του ηλικία. Αρχικά μελέτησε λατινικά, μαθηματικά και ιστορία και στην συνέχεια σπούδασε Ηθική Φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, όπου ανέπτυξε το πάθος του για την ελευθερία, την λογική και την ελευθερία του λόγου.

Ο Σμιθ άρχισε να δίνει δημόσιες διαλέξεις το 1748 στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, τις οποίες χρηματοδοτούσε η Φιλοσοφική Εταιρεία του Εδιμβούργου, που αφορούσαν στην ρητορική και στην λογοτεχνία και αργότερα στην αναλυτική ερμηνεία της οικονομικής φιλοσοφίας «του προφανούς και απλού συστήματος της φυσικής ελευθερίας». Το 1751 κέρδισε μια θέση καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Γλασκώβης διδάσκοντας λογική, για μία μακρά περίοδο, την οποία ο ίδιος θα χαρακτηρίσει ως την πιο ευτυχισμένη της ζωής του,  ενώ το 1752 εξελέγη μέλος της Φιλοσοφικής εταιρείας του Εδιμβούργου.

Η «Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων», ένα δοκίμιο ηθικής φιλοσοφίας που συνεχίζει να αποτελεί μνημειώδη συνεισφορά στην φιλοσοφική έρευνα, δημοσιεύτηκε το 1759 και εκτίναξε τόσο την δημοτικότητά του, ώστε πολλοί φοιτητές ακόμη και άλλων χωρών παρακολουθούσαν πλέον τις διαλέξεις του στο πανεπιστήμιο της Γλασκώβης. Αντικείμενο αυτής της εργασίας ήταν το πως η ανθρώπινη ηθική, εξαρτάται από την συμπάθεια μεταξύ παράγοντα και θεατή, ή μεταξύ των ανεξαρτήτων και λοιπών μελών της κοινωνίας. «Στην ζωή σου οφείλεις να ενεργείς κατά τέτοιον τρόπο, ώστε ο τρίτος αμερόληπτος και ανιδιοτελής θεατής των πράξεών σου να μπορεί να τις επιδοκιμάσει. Οφείλεις να αντιμετωπίζεις και να κρίνεις τον εαυτό σου και τις πράξεις σου ως ανιδιοτελής θεατής» όπως έγραφε ο Σμιθ στο περίφημο δοκίμιό του.

Την ίδια σχεδόν εποχή αρχίζει να ενδιαφέρεται για την οικονομία και σχηματίζει την πεποίθηση ότι ο πραγματικός πλούτος μιας χώρας είναι το εργατικό της δυναμικό και όχι τα αποθέματα σε χρυσό ή πολύτιμα μέταλλα, όπως πίστευαν εκείνη την εποχή. Θέτει έτσι τις βάσεις του μερκαντιλισμού, της οικονομικής θεωρίας, που θα κυριαρχήσει έκτοτε στις πολιτικές των χωρών της Δυτικής Ευρώπης με τον περίφημο νόμο της ελεύθερης αγοράς.

Το 1776 έιναι η χρονιά που δημοσιεύεται η πεντάτομη «Έρευνα για την φύση και τα Αίτια του Πλούτου των Εθνών», η οποία μέσα σε έξι μήνες εξαντλείται από την κυκλοφορία και κάνει τον Σμιθ μία πραγματική διασημότητα. «Ο Πλούτος των Εθνών», υπήρξε μία από τις πρώτες προσπάθειες να μελετηθεί η ιστορική ανάπτυξη της βιομηχανίας και του εμπορίου στην Ευρώπη. Βοήθησε στην δημιουργία του σύγχρονου ακαδημαΪκού κλάδου των οικονομικών, του ελεύθερου εμπορίου, του καπιταλισμού και του φιλελευθερισμού. Το 2005 το βιβλίο  αυτό συμπεριλήφθηκε στα 100 καλύτερα Σκωτσέζικα βιβλία όλων των εποχών.

Το κεντρικό μήνυμα του Σμιθ είναι πως ο καταμερισμός της εργασίας θα οδηγήσει σε έναν δυναμικό ανταγωνισμό, σε χαμηλότερες τιμές και συνεπώς σε διευρυμένες αγορές που θα εξασφαλίσουν τον Πλούτο των Εθνών. Ήταν πάντα επιφυλακτικός απέναντι στους επιχειρηματίες και προειδοποίησε για την «συνωμοσία τους ενάντια στο κοινό ή κάποιο άλλο τέχνασμα με το οποίο μπορεί να ανεβάσουν τις τιμές». Προανήγγειλε επίσης την αθέμιτη φύση των επιχειρηματικών συμφερόντων, που μπορούν να σχηματίσουν μονοπώλια, καθορίζοντας υψηλότερες τιμές, και τέλος προειδοποίησε ότι ένα πολιτικό σύστημα που κυριαρχείται από επιχειρηματίες, μπορεί να επιτρέψει την συνωμοσία επιχειρήσεων και βιομηχανίας ενάντια στους καταναλωτές, για να αποκτήσουν επιρροή στην πολιτική και στην νομοθεσία.

Λίγο πριν τον θάνατό του το Σμιθ κατέστρεψε όλα του τα χειρόγραφα, καθώς φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια της ζωής του σχεδίαζε δύο μεγάλες πραγματείες, μία για την θεωρία και την ιστορία του δικαίου και μία για τις επιστήμες και τις τέχνες. Πέθανε στις 17 Ιουλίου 1790 σε ηλικία 67 ετών στο Εδιμβούργο από επώδυνη ασθένεια και λίγο πριν ξεψυχήσει, εξέφρασε την απογοήτευσή του, που δεν είχε πετύχει περισσότερα πράγματα στην ζωή του.